επιδειπνιος

επιδειπνιος
    ἐπιδείπνιος
    ἐπι-δείπνιος
    2
    приходящий после обеда
    

(ὑμῖν ἐ. ἀφῖγμαι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιδειπνιος" в других словарях:

  • επιδείπνιος — ἐπιδείπνιος, ον (AM) [επίδειπνον] αυτός που αναφέρεται στο δείπνο αρχ. αυτός που γίνεται ή φτάνει κάπου μετά το δείπνο …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδείπνιος — after dinner masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδείπνιον — ἐπιδείπνιος after dinner masc/fem acc sg ἐπιδείπνιος after dinner neut nom/voc/acc sg ἐπιδειπνέω eat a second meal imperf ind act 3rd pl (doric) ἐπιδειπνέω eat a second meal imperf ind act 1st sg (doric) ἐπιδειπνέω eat a second meal imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»